ὑπολογισάμενος

ὑπολογισάμενος
ὑπολογίζομαι
take into account
aor part mp masc nom sg
ὑπολογίζομαι
take into account
aor part mp masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • υπολογίζω — ὑπολογίζομαι, ΝΑ [λογίζομαι] 1. κάνω υπολογισμό, λογαριάζω (α. «υπολόγισα τη βενζίνη που καίει το αυτοκίνητο κάθε εβδομάδα» β. «ὑπολογίζομαι εἰς τήν μίσθωσιν», επιγρ.) 2. λαμβάνω υπ όψιν, αποδίδω σημασία (α. «πρέπει να υπολογιστούν και οι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”